- λεγένι
- το таз
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεγένι — το 1. η λεκάνη για νίψιμο, η λεκάνη τού νιπτήρα 2. παροιμ. «φτύνει σε χρυσό λεγένι» είναι πλούσιος, αλλά και άρρωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leğen πιθ. < λεκάνη] … Dictionary of Greek
λεγένι — το ιού (λ. τουρκ.), λεκάνη για το πλύσιμο του προσώπου και των χεριών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
lighean — LIGHEÁN, lighene, s.n. Vas de metal, de porţelan etc. larg şi puţin adânc, întrebuinţat la spălatul corpului, al vaselor, al rufelor etc. ♦ Conţinutul unui asemenea vas. – Din tc. liğen, legen. Trimis de LauraGellner, 12.04.2008. Sursa: DEX 98 … … Dicționar Român